λαξευτός

λαξευτός
2991 λαξευτός
{прил., 1}
высеченный в скале (Лк. 23:53).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λαξευτός" в других словарях:

  • λαξευτός — hewn out of the rock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτός — ή, ό (AM λαξευτός, ή, όν) [λαξεύω] αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ) νεοελλ. 1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος 2. (για λόγο) γλαφυρός …   Dictionary of Greek

  • λαξευτός — ή, ό σκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαξευτόν — λαξευτός hewn out of the rock masc acc sg λαξευτός hewn out of the rock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτοί — λαξευτός hewn out of the rock masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτή — λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτῷ — λαξευτός hewn out of the rock masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτά — λαξευτά̱ , λαξευτής stone hewer masc nom/voc/acc dual λαξευτής stone hewer masc voc sg λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic) λαξευτός hewn out of the rock neut nom/voc/acc pl λαξευτά̱ , λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτοτομημένος — και λαξευτομημένος, η, ον (Μ) λαξευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαξευτός + τομημένος, μτχ. παρακμ. τού τομώ] …   Dictionary of Greek

  • λαξευτῶν — λαξευτής stone hewer masc gen pl λαξευτός hewn out of the rock fem gen pl λαξευτός hewn out of the rock masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тесаный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. τμητός) разрезанный, разрубленный, приготовленный;… …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»